Ήταν η πιο ανέμελη, αλλά ίσως και η πιο κακόγουστη δεκαετία της σύγχρονης ιστορίας. Τα ‘80s με τα φουντωτά μαλλιά, τις βάτες, τα ψαράδικα παντελόνια και τις ανεκδιήγητες στιλιστικές τάσεις ομολογουμένως έχουν πολλούς νοσταλγούς. Τα περίφημα ‘80ς χαρακτηρίζονται ως η πιο παρδαλή δεκαετία. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τα αλλοπρόσαλλα ρούχα και τα παράξενα χτενίσματα των μουσικών της εποχής, το υπερβολικό τους μακιγιάζ, να ακούσει την ιδιάζουσα γλώσσα, να παρατηρήσει τις εξεζητημένες επιγραφές στα μαγαζιά, τα εξώφυλλα των δίσκων, τον τρόπο διασκέδασης του κόσμου, λες και τα πάντα τότε ανέδυαν ένα άρωμα υπερβολής.
Η νεολαία των ‘80ς παρακολουθούσε με φανατισμό τις μουσικές τηλεοπτικές εκπομπές γιατί «Παρασκευή χωρίς Μουσικόραμα ήταν σαν σκορδαλιά χωρίς σκόρδο», διάβαζε με πάθος τα μουσικά περιοδικά όπως το Pop Corn που κυκλοφόρησε τον Μάη του 1985 με εξώφυλλο την πρωτοεμφανιζόμενη Μαντόνα, έτρεχε στους κινηματογράφους για να παρακολουθήσει ταινίες όπως Flashdance (1983), Footloose (1984), St. Elmo’s Fire (1985), Top Gun (1986), Τα Τσακάλια (1981), Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα (1982), Η Στροφή (1982), Πανικός στα σχολεία (1982), Φυλακές Ανηλίκων (1982) και φυσικά νοίκιαζε όλες τις βιντεοκασέτες με τις κωμωδίες του Στάθη Ψάλτη. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα, hot spots, wi-fi και iPad δεν υπήρχε Facebook, Twitter ή Skype και οι παρέες συναντιόταν στα café, στα «ουφάδικα», έτρωγαν στα snack bar και χόρευαν μέχρι τελικής πτώσεως στις disco’s.
Ο DJ Palmer (Κώστας Κωνσταντίνου) ήταν ένας θρύλος της αθηναϊκής νύχτας. Ήταν ο άνθρωπος που έβαζε φωτιά στις πίστες για τρεις δεκαετίες ως DJ και παραγωγός, που έκανε πραγματικά σόου με το μικρόφωνο . Τέλη δεκαετίας 1970, ο 17χρονος Κώστας Κωνσταντίνου ξεκινά με μια παρέα να εκπέμπει ως ραδιοπειρατής, υιοθετώντας το παρατσούκλι Palmer. Ούτε ο ίδιος δεν φανταζόταν τότε ότι θα γινόταν διάσημος DJ, μα και μία από τις σημαντικότερες περσόνες στην αθηναϊκή νύχτα της δεκαετίας του 1980. Υπήρξε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περσόνες της περιόδου και έχει αφήσει τα σημάδια του σε όλες της γνωστές disco της πόλης, όπως την περίφημη Dorian Grey, τις Σεϋχέλλες, τις Εσπερίδες και την Boom Boom, χτίζοντας έναν μύθο γύρω από το όνομά του που δεν κατάφερε κανείς να επισκιάσει. Παράλληλα είναι υπεύθυνος για την παραγωγή του 12ιντσου Computer Guy του 1986, έναν italo disco ύμνο που ακόμη και σήμερα αναζητούν απεγνωσμένα οι συλλέκτες του είδους. Είναι ο πρώτος που έπαιξε και «σύστησε» στο ελληνικό κοινό την Italo Disco. “Τη γούσταρα γιατί διέφερε από όλα αυτά που υπήρχαν εκείνη την εποχή. Ήταν πιο electronic με κάπως διαφορετικό ήχο και ερεθίστηκε το αυτί μου σε σημείο που είχα κάνει το 90% του προγράμματος ITALO. Ήταν ένα χρόνο στη πιάτσα και τα σνόμπαραν, αλλά μετά, όταν τα έμαθε ο κόσμος, όλοι περιμένανε πώς και πώς να βγουν και δεν κατέβαιναν από την πίστα.”«Έσβησε» νικημένος από τον καρκίνο σε ηλικία 56 ετών.