Στη διαδρομή του γύρισε ταινίες που έγιναν κλασικές, όπως τη «Μαγική πόλις», τον «Δράκο» που χαρακτηρίστηκε ως η καλύτερη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου από την Πανελλήνια Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου, το «Ποτάμι», τις «Μικρές Αφροδίτες». Κατέθεσε μια φιλμογραφία συνολικά 12 ταινιών.
Ο Νίκος Κούνδουρος μαζί με τον Γρηγόρη Γρηγορίου («Πικρό ψωμί», 1951) ήταν από τους πρώτους Ελληνες σκηνοθέτες που μετέφεραν την αισθητική του ιταλικού νεορεαλισμού στο ελληνικό σινεμά. Ο ίδιος αντιμετώπισε το ελληνικό περιβάλλον στον φυσικό χώρο του, απαλύνοντας τους τόνους στην εκφορά του κινηματογραφικού λόγου.
Δημιουργός με σημαντικές ταινίες στο ενεργητικό του, ήταν καλλιτέχνης που ήθελε να ασχολείται με τα κοινά και να έχει λόγο στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση, συνεχίζοντας μέχρι τα βαθιά γεράματα να ασχολείται με κοινωνικά θέματα που τον απασχολούσαν, όπως μαρτυρά και η τελευταία του ταινία «Το πλοίο» (2011), μια σύγχρονη κοινωνικοπολιτική αλληγορία.
«Ομολογώ το πάθος μου για την εικόνα, το κάδρο, τα σκηνικά, τα κοστούμια. Αυτά που συνθέτουν το ορατό μέρος του κινηματογραφικού έργου. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω το οπτικό υλικό μιας ταινίας από τον λόγο και από ό,τι άλλο συνθέτει το πλήρες και τελικό έργο. Μου αρέσουν τα σκηνικά και τα κοστούμια, τα ξύλα, τα χαρτόνια και η ψαρόκολλα. Μου αρέσουν οι ψεύτικες κατασκευές, τα αντίγραφα πραγμάτων όσο και τα αληθινά πράγματα, οι τοίχοι των σπιτιών, οι ξύλινες παλιές πόρτες, τα κεραμίδια, οι καμινάδες.
Οπως μου αρέσουν και τα βαμμένα πρόσωπα των ηθοποιών, τα κορμιά τους, οι φωνές τους και οι σιωπές τους. Μου αρέσει η διάλυση της ζωής και η ανασύνθεσή της μέσα από τους φακούς της μηχανής και το μάτι του σκηνοθέτη» («Stop carre», Εκδόσεις Καστανιώτη).
Ζωγράφιζε
Ο Νίκος Κούνδουρος είχε πάθος για τον κινηματογράφο και τα εικαστικά. Σκηνοθετούσε, επίσης, για το θέατρο, ζωγράφιζε έως το φινάλε της ζωής του, έγραφε, ενώ πρόσφατα είχε εκδώσει το βιβλίο «Γράμματα από την Κριμαία – 1991», μια συλλογή επιστολών κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Μπάιρον» (με πρωταγωνιστή τον Μάνο Βακούση, ο οποίος πήρε το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) προς τη σύζυγό του δημοσιογράφο Σωτηρία Ματζίρη.
Γεννημένος στην Αθήνα στις 15 Δεκεμβρίου 1926 με καταγωγή από τον Αγιο Νικόλαο της Κρήτης (ήταν γιος του δικηγόρου και πολιτικού Ιωσήφ Κούνδουρου), σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, εντάχθηκε στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και εξορίστηκε στη Μακρόνησο μετά τον πόλεμο λόγω των αριστερών φρονημάτων του.
Στον κινηματογράφο πήρε το βάπτισμα του πυρός με τη «Μαγική πόλη» (1954) με φόντο την προσφυγική παραγκούπολη του Δουργουτίου σε σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, μουσική του αγαπημένου του φίλου Μάνου Χατζιδάκι και πρωταγωνιστές τους Γιώργο Φούντα, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Μίμη Φωτόπουλο, Μάνο Κατράκη αλλά και τον Θανάση Βέγγο στο ντεμπούτο του (η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας).
Συνέχισε με τον «Δράκο» (1956). Σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, μουσική του Μάνου Χατζιδάκι (συνέθεσε ακόμη μουσική για τις ταινίες του «Οι Παράνομοι» και «Το ποτάμι») και με πρωταγωνιστή τον Ντίνο Ηλιόπουλο, η ταινία πρωτοπροβλήθηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας, γνώρισε την εμπορική αποτυχία στην Ελλάδα και την έχθρα του Τύπου, για να χαρακτηριστεί αργότερα αριστούργημα του ελληνικού σινεμά.
Εχοντας ταξιδέψει πολλές φορές με τις ταινίες του σε διεθνή φεστιβάλ, ο Νίκος Κούνδουρος είχε διακριθεί επίσης πολλές φορές, μεταξύ άλλων με το Βραβείο Σκηνοθεσίας στα Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και Βερολίνου το 1963, καθώς και με το βραβείο της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου για τις «Μικρές Αφροδίτες».
«Δεν κάνω κινηματογράφο για την αφεντιά μου. Οι άλλοι με νοιάζουν, των αλλονών τα ντέρτια, οι καημοί, οι δυστυχίες, οι έρωτες και οι θάνατοι. Και στο σημείο που οι άλλοι είναι εγώ, υπογράφω τις ταινίες μου, πλαστογράφος ίσως των αληθινών πραγμάτων, ήσυχος πως δεν έκανα κακό σε κανέναν» σχολίαζε ο δημιουργός συνοψίζοντας το μεράκι της τέχνης του.
«Τα τραγούδια της φωτιάς», το θέατρο και η λογοτεχνία
Προσηλωμένος στην ελληνική κοινωνία, όπως αυτή διαμορφώθηκε από την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τη δικτατορία, με τις «κεραίες» του προσαρμοσμένες στις μεταβολές του ευρύτερου διεθνούς τοπίου, ο Νίκος Κούνδουρος ήταν ένας αντισυμβατικός δημιουργός, πολιτικοποιημένος, δραστήριος, πολυσχιδής. Στο Παρίσι, μετά την επιβολή της χούντας στην Ελλάδα, συνδέθηκε με τον Κώστα Ζουράρι, τον Γιώργο Βέλτσο, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τη Μελίνα Μερκούρη, για να επιστρέψει στην Αθήνα με την πτώση της δικτατορίας το 1974.
Την ίδια χρονιά κινηματογράφησε τις συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη στο Στάδιο Καραϊσκάκη και του Γιάννη Μαρκόπουλου στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας αλλά και τις μαζικές διαδηλώσεις στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου στο ντοκιμαντέρ «Τα τραγούδια της φωτιάς», όπως και το ντοκιμαντέρ «Ελληνιστί Κύπρος» για την τουρκική εισβολή.
Τιμημένος με τον Ταξιάρχη του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και
ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, διακρίθηκε όχι μόνο στα εικαστικά αλλά και στη συγγραφή («Περιπλάνηση: Ο βίος και η πολιτεία του Μέμου Μακρή», «Ονειρεύτηκα πως πέθανα» κ.τ.λ.).Το 1980 σκηνοθέτησε για λογαριασμό του ΚΘΒΕ την «Οπερα της Πεντάρας» του Μπρεχτ και ανέλαβε τη Διεύθυνση Κινηματογράφου του υπουργείου Πολιτισμού.
Το θέατρο, το οποίο γνώρισε μέσα από την εξορία του στα χρόνια της Μακρονήσου, τον απασχόλησε αρκετές φορές, όπως στην τηλεταινία «Ιφιγένεια εν Ταύροις» (1991) σε σκηνοθεσία Χρήστου Τσάγκα, στην «Αντιγόνη» (1994), ένα δρώμενο σε δική του σκηνοθεσία, στην «Ηλέκτρα» (1996), την όπερα του Μίκη Θεοδωράκη που παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο, κ.α.
Πηγή:ellinikoskinimatografos.gr