Η ντίσκο που έμεινε ως μύθος στην ιστορία της ελληνικής ποπ κουλτούρας. Το μαγαζί του οραματιστή Μάκη Σαλιάρη που έφυγε πρόσφατα απο τη ζωή, εκεί όπου χόρεψαν και ξεσάλωσαν τη δεκαετία του ’80 επώνυμοι και ανώνυμοι, celebrity glam της εποχής, δίπλα σε εφοπλιστές και σταρ της ελληνικής showbiz.
Ενα πεντακοσάρικο (σε δραχμές, εννοείται) το 1980 αντιστοιχούσε σε ένα ουδόλως ευκαταφρόνητο ποσοστό του μέσου μηνιαίου μισθού, ο οποίος τότε στην Ελλάδα δεν υπερέβαινε τις 15.000 δραχμές. Κι όμως υπήρχαν δεκάδες, εκατοντάδες άνθρωποι που συνωστίζονταν στην πόρτα της «Αυτοκίνησης», στην άνοδο της λεωφόρου Κηφισίας, στον Παράδεισο Αμαρουσίου. Και αυτό γινόταν ανελλιπώς κάθε βράδυ, είτε ήταν Σάββατο είτε οποιαδήποτε καθημερινή, καθώς το κοινό απλώς έμοιαζε να μη χορταίνει την «Αυτοκίνηση».
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη με τον Βλάσση Μπονάτσο διασκεδάζουν παρέα με την Τάνια Καψάλη (αριστερά) και τον κομψότατο κ. Εγγλεζάκη των γνωστών επίπλων (δεξιά)
Στο φόρτε της, το αφιέρωμα του αμερικανικού CNN στην Ελλάδα περιέλαβε πέντε λεπτά στο ρεπορτάζ για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και δέκα στην «Αυτοκίνηση».
Άπαντες ήταν καθ’ όλα πρόθυμοι να αποχωριστούν όχι μόνο το πεντακοσάρικο του εισιτηρίου, αλλά ακόμη και πολύ περισσότερα, οσαδήποτε, με την προσδοκία ότι θα αποκτούσαν το πολυπόθητο δικαίωμα εισόδου στην ντίσκο-φαινόμενο του Μάκη Σαλιάρη. Ήταν η ντίσκο-αποκάλυψη που εισήγαγε πανηγυρικά το ελληνικό κοινό στη σύγχρονη εκδοχή του κλάμπινγκ, η αυγή της διασκέδασης στα όρθια και στα γρήγορα, καθώς ήταν κατεξοχήν εστιασμένη στην απευθείας επαφή των θαμώνων, στο παιχνίδι του φλερτ κάτω από τα strobo-lights, πάνω στη γηπεδικών διαστάσεων πίστα, γύρω από την -πρωτοφανή τότε- ελλειψοειδή μπάρα με τις δύο όψεις. Έτσι οραματίστηκε ο ιδρυτής και η ομάδα του την «Αυτοκίνηση» και με αυτή τη λογική λειτούργησε από την πρώτη μέρα.
Υπήρξαν κλαμπ-πρόδρομοι στην Αθήνα, κανένα όμως δεν ενσάρκωσε τη νέα τάση καλύτερα από αυτή την ντισκοτέκ με το αλλόκοτο όνομα. Ήταν το μαγαζί του Σαλιάρη, ενός τύπου που θεωρούνταν ήδη θρύλος των αγώνων αυτοκινήτου, κάποιου που τον περιέβαλε η ηρωική αίγλη του μεγάλου «χερά», καθώς υπήρξε πέραν πάσης αμφισβήτησης ένα από τα καλύτερα ντόπια «τιμόνια». Ετρεχε στο Τατόι και τη Ριτσώνα, σε σιρκουί και αναβάσεις -πάντως όχι σε ράλι- και μάλιστα οδηγώντας όλο και πιο παράξενα, εξωτικά οχήματα. Και με κάποιον τρόπο μεταδιδόταν στο κοινό της «Αυτοκίνησης» το πνεύμα του Μάκη Σαλιάρη ως ενός ανθρώπου ταυτόσημου με το ιδεατό vivere pericolosamente, κάποιου που ζούσε επικίνδυνα, που επιζητούσε τη διαρκή αναμέτρηση με το ρίσκο της ταχύτητας αλλά και την αποζημίωσή του με την ηδονή της νίκης. Ακριβώς όπως έκανε πρωταθλητισμό στους αγώνες, δημιουργώντας μια ομάδα διεθνών προδιαγραφών έξω και μακριά από την επικρατούσα γραφικότητα, τον ερασιτεχνισμό και την προχειρότητα που χαρακτήριζαν τη σκηνή των εγχώριων μηχανοκίνητων σπορ, ο Σαλιάρης βγήκε στη νύχτα για να σαρώσει έπαθλα και να δρέψει θριάμβους.
Με την «Αυτοκίνηση» συνέχισε να πατά το γκάζι τέρμα και ως επιχειρηματίας, αποφασισμένος να πνίξει στη σκόνη πίσω του κάθε ανταγωνιστικό κλαμπ. Και όσοι γνώριζαν κάτι περισσότερο για εκείνον λένε ότι επρόκειτο επίσης για έναν εξαιρετικά γενναιόδωρο, ανήσυχο, δημιουργικό και πολυτάλαντο άνθρωπο, αφού ήταν και πολύ καλός ζωγράφος αλλά και ντράμερ-περκασιονίστας περιωπής, παρότι αυτοδίδακτος. Ανήκε ισότιμα στη συντροφιά προσωπικοτήτων όπως ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο Ντέμης Ρούσσος, ο Λουκάς Σιδεράς και όλη η γενιά του ελληνικού ροκ εν ρολ της δεκαετίας του ’60. Με τους περισσότερους από αυτούς, μάλιστα, ο Μάκης Σαλιάρης διατήρησε διά βίου φιλία, ενώ από κάποια παράξενη ακολουθία γεγονότων βρέθηκε να συνοδεύει στα τύμπανα τον μέγα -αν και σχετικά άσημο τότε- Ερικ Κλάπτον.