Το ταλέντο του φάνηκε από την παιδική του κιόλας ηλικία. Γεννημένος στο Ρίντινγκ της Αγγλίας στις 15 Μαΐου του 1953, ο Μάικ Ολντφιλντ δημιούργησε το πρώτο του συγκρότημα σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών μαζί με την αδελφή του, Σάλι, κι άρχισε να πειραματίζεται στη φολκλορική μουσική.Με το "Tubular Bells" ο Μάικ Όλντφιλντ κάνει το σόλο ντεμπούτο του το 1973. Στο άλμπουμ διακρίνει κανείς έντονα στοιχεία της ροκ, με προσμείξεις φολκλορικής μουσικής και τον δημιουργό να είναι κυριολεκτικά «άνθρωπος-ορχήστρα», αφού παίζει μόνος του περί τα τριάντα όργανα.Το αποτέλεσμα είναι προϊόν κοπιώδους ηχογράφησης, με τη μέθοδο του overdubbing.Πολλές ήταν οι εταιρείες που αρνήθηκαν να βγάλουν τον εν λόγω δίσκο, ωστόσο το ρίσκο πήρε ο Ρίτσαρντ Μπράνσον, που τότε ξεκινούσε τη δισκογραφική εταιρεία Virgin. Ο σερ Μπράνσον τον έπεισε ότι η επιτυχία θα ερχόταν, αρκεί να γινόντουσαν κάποια βήματα. Κατάφερε να τον πείσει να κάνει μία εμφάνιση στο Κουίν Ελίζαμπεθ Χολ του Λονδίνου όχι μόνος του, αλλά με τη συνοδεία πολλών διάσημων μουσικών, ώστε να υπάρξει ενδιαφέρον από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.Η συναυλία δόθηκε τον Ιούνιο του 1973 με τη συμμετοχή, μεταξύ άλλων, των Μικ Τέιλορ, από τους Ρόλινγκ Στόουνς, Ντέιβιντ Μπέντφορντ, Κέβιν Αγιερς, Στιβ Χιλέιτζ και Πιερ Μερλέν των Γκονγκ.
Το αποτέλεσμα ήταν το κοινό να σηκωθεί όρθιο ζητώντας κι άλλο, όταν η συναυλία ολοκληρώθηκε. Επίσης, ο Όλντφιλντ έκανε μια εμφάνιση στην τηλεοπτική εκπομπή "Arena" του BBC.Η τεράστια όμως επιτυχία ήρθε μετά τη χρήση αποσπασμάτων στο soundtrack της ταινίας «Ο Εξορκιστής». Μετά απ’ αυτό, «έκαναν φτερά» δεκαέξι εκατομμύρια αντίτυπα του άλμπουμ. Η κορυφή και ένα βραβείο Γκράμι για την καλύτερη ορχηστρική σύνθεση ήταν επόμενο να κατακτηθούν. Ο Βρετανός καλλιτέχνης θα κερδίσει αμέσως μια θέση στα top 10 τόσο των ΗΠΑ όσο και της Αγγλίας, καταλαμβάνοντας την τρίτη και δεύτερη θέση, αντίστοιχα, όπου θα μείνει συνολικά 264 εβδομάδες και τελικά, ύστερα από σχεδόν ενάμιση χρόνο κυκλοφορίας, θα καταφέρει να φθάσει στο νούμερο ένα της Αγγλίας με τον επόμενο δίσκο του, το «Hergest Ridge».
Κάτι τέτοιο έχουν καταφέρει μόνον οι Μπιτλς και ο Μπομπ Ντίλαν. Μετά από λίγο, κυκλοφορεί ξανά το «Tubular Bells», με ενορχήστρωση και διεύθυνση της Βασιλικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας, με τον Ντέιβιντ Μπέντφορντ, ενώ στην ηχογράφηση παίρνει μέρος και ο ίδιος ο Ολντφιλντ παίζοντας μόνο κλασική κιθάρα. Μια πιο άμεση και ροκ εκδοχή του «Tubular Bells» κυκλοφόρησε το 1979, από ζωντανή ηχογράφηση, στο δίσκο «Exposed».
Είχε προηγηθεί το «Ommadawn», ενώ το 1980 ο δίσκος «QE 2» ήταν το έναυσμα του περάσματος στην επόμενη περίοδο δημιουργίας του καλλιτέχνη. Ο Ολντφιλντ άρχισε σιγά-σιγά να μειώνει το μέγεθος των συνθέσεών του και «ανακάλυψε» την ποπ μουσική. Σημαντική στιγμή στη νέα του περίοδο είναι η διασκευή του «Arrival» των ABBA. Ακολούθησε το «Crisis» (1983) και από τότε ο ήχος του γίνεται ολοένα και πιο εμπορικός, διατηρώντας τον καλλιτέχνη στην επικαιρότητα.
Οσο για το νεανικότερο κοινό, τον γνώρισε με τις επαναλαμβανόμενες εκδόσεις του «Tubular Bells». Τεράστια επιτυχία είχαν επίσης πολλά πασίγνωστα πλέον τραγούδια του, όπως το «Guilty», το «Moonlight Shadow», το «Family Man», το «Shadow on the Wall» και το «France».
Το 1999 ο Ολντφιλντ κυκλοφορεί δύο δουλειές, το «Guitars» και το «The Millennium Bell», ενώ τρία χρόνια αργότερα κυκλοφορεί το «Tres Lunas». Ακολουθούν το «Tubular Bells 2003», το «Light & Shade», δύο χρόνια αργότερα, ενώ τελευταία του δουλειά είναι το «Music of the Spheres», που κυκλοφόρησε στην Αγγλία μόλις πριν από δύο μήνες.