"Ο Τσαρλατάνος" είναι μια από τις πολλές ταινίες γέλιου που γύρισε ο κατεξοχήν ηθοποιός του είδους Θανάσης Βέγγος. Το σενάριο του Γιώργου Λαζαρίδη, ξαφνιάζει ευχάριστα το θεατή διότι καταπιάνεται με ένα κοινωνικό θέμα, τη μετανάστευση των Ελλήνων στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και δη στη Δυτική (τότε) Γερμανία και στις δύσκολες συνθήκες που είχαν να αντιμετωπίσουν το πρώτο κύμα (τουλάχιστον) των Ελλήνων της διασποράς. Φτώχεια, ατέλειωτες ώρες εργασία για να τα βγάλουν πέρα, μεροδούλι μεροφάι για να κάνουν οικονομίες για την πατρίδα. Η περιγραφή βέβαια γίνεται υπό τη μορφή κωμικοτραγικών καταστάσεων που με το πηγαίο ταλέντο του Βέγγου απογειώνονται ερμηνευτικά. Αυτά ως τη στιγμή που ο ήρωας επιστρέφει στην Ελλάδα. Το σενάριο αλλάζει με επίκεντρο την ιδέα του ανταγωνισμού των διαφημιστικών εταιρειών που με φόντο την νεογέννητη ακόμη τηλεόραση συνωστίζονται πίσω από την προοπτική του διαμοιρασμού της όποιας πίτας. Από το εξαιρετικό καστ ξεχωρίζει με την καλή παρουσία της, η Ευαγγελία Σαμιωτάκη σε πειστικό ρόλο της φράου Γκέρτα (και λόγω όγκου...), ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και ο Γιώργος Τσιτσόπουλος.
Ο Θανάσης Βέγγος ερμηνεύει τρεις ρόλους ταυτόχρονα: του μετανάστη, του πατέρα του και της αδελφής του. Στερούμενος τα πάντα για δέκα χρόνια, ο Θανάσης ζει και εργάζεται στη Γερμανία, κάνοντας οικονομίες με την ελπίδα κάποια μέρα να επιστρέψει στην πατρίδα, για να βοηθήσει τον πατέρα του και να αποκαταστήσει την αδελφή του. Όταν φτάνει η ημέρα της επιστροφής ο κεντρικός ήρωας ανακαλύπτει ότι τα χρήματα του έχουν κάνει φτερά καθώς η τράπεζα έχει "βαρέσει" κανόνι. Η στιγμή που το μαθαίνει είναι αριστουργηματική και η ατάκα του υπέροχη: "Και γιατί δεν τα βάζε η τράπεζα σε μια άλλη τράπεζα να΄ναι σίγουρα;".
Το συγκεκριμένο γεγονός, σύμφωνα μα μαρτυρίες Ελλήνων μεταναστών της εποχής, υπήρξε πέρα για πέρα αληθινό, καθώς μια γερμανική τράπεζα στα χρόνια του 60 είχε κηρύξει πτώχευση, με αποτέλεσμα να χαθούν πολλά χρήματα και Ελλήνων.
Το πρώτο μέρος του φιλμ τελειώνει με την επιστροφή του Θανάση στην Ελλάδα. Στο δεύτερο μέρος ο σεναριογράφος επικεντρώνεται σε ένα τελείως διαφορετικό θέμα, το σκληρό ανταγωνισμό ανάμεσα στις διαφημιστικές εταιρείες, στα πρώτα χρόνια της τηλεόρασης, η οποία παρά την εμβρυακή της μορφή την εποχή εκείνη είχε ήδη δώσει το δυνατό χτύπημα στον κινηματογράφο, ο οποίος είχε πάρει την κατιούσα.
Εκείνο που ίσως θα έπρεπε να σημειώσουμε από την ταινία είναι η εξαιρετική αφήγηση του Σταύρου Ξενίδη αλλά και τα πλάνα από το ανοικοδομημένο Μόναχο του 1973, αφού την προηγούμενη χρονιά είχαν διεξαχθεί εκεί οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Τέλος αξίζει να θυμηθούμε και την αναφορά που γίνεται σε κάποια σκηνή σε τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως αυτή του "Μαύρου Σεπτέμβρη".
Για την ιστορία ο "Μαύρος Σεπτέμβρης", μυστικός βραχίονας της Φατάχ, θα συγκροτούταν από μαχητές της Φατάχ και της PLO για να πάρει εκδίκηση από την κυβέρνηση της Ιορδανίας για τα αιματοβαμμένα γεγονότα που θα κατέληγαν στον σφαγιασμό χιλιάδων Παλαιστινίων και στον ξεριζωμό όσων απέμειναν από τα εδάφη της χώρας. Σύντομα όμως η αυτονομιστική οργάνωση θα επέκτεινε την τρομοκρατική της δράση και κατά αμερικανικών και ισραηλινών στόχων, ρίχνοντας τη ζοφερή σκιά της τρομοκρατίας σε όλο σχεδόν τον πλανήτη και κυρίως στην Ευρώπη.
"Ο Τσαρλατάνος" έκανε πρεμιέρα την Παραμονή των Χριστουγέννων του 1973 και έκοψε μόλις 174.834 εισιτήρια στις αίθουσες Α΄προβολής.