Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος γεννήθηκε ένα πολύ ζεστό βράδυ, στις 12 Ιουλίου 1912, στο Διακοφτό, στο πατρικό του πατέρα του Σπήλιου, σε ένα δίπατο σπίτι δίπλα στις γραμμές του τραίνου και ήταν το 8ο παιδί που έφερε στον κόσμο η μητέρα του Μαρία. Ήταν πολύ καλός μαθητής, αυτό που λένε «υπόδειγμα» όμως και υπερβολικά ατίθασος.
Όπως είναι φυσιολογικό στο Διακοφτό ήταν πολύ δύσκολο για τον οποιονδήποτε να ασχοληθεί με το θέατρο. Καλά-καλά να το γνωρίσει, όχι να ασχοληθεί. Όμως στην τελευταία τάξη του γυμνασίου στο χωριό ήρθε ένας καινούριος δάσκαλος. Ένας νεοτεριστής ο οποίος αφού κατήργησε την καθαρεύουσα και καθιέρωσε την δημοτική μίλησε στους μαθητές του για το θέατρο. Και να το πρώτο… σκίρτημα. Στην πρώτη παράσταση του σχολείου ο Παπαγιαννόπουλος είχε πρωταγωνιστικό ρόλο και ήταν απολαυστικός. Μάλιστα μετά το τέλος της παράστασης όλοι οι συμμαθητές έτρεξαν να τον συγχαρούν και μία συμμαθήτρια έτρεξε να τον φιλήσει. Αυτό ήταν. «Θα παίζω κάθε βράδυ για να την κάνω να έρχεται να με φιλάει συνέχεια» είπε και βρήκε και ένα έξτρα κίνητρο.
Σπούδασε στην Αθήνα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Η θητεία του στο Εθνικό ανακόπτεται κατά κάποιον τρόπο από την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1940. Ο Παπαγιαννόπουλος παίρνει μέρος σε μεγάλες μάχες στο αλβανικό μέτωπο με τον βαθμό του έφεδρου υπολοχαγού. Με τη συνθηκολόγηση και την Αθήνα υπό γερμανική κατοχή, επιστρέφει στο θέατρο.
Εδώ υπάρχει η γνωστή πια ιστορία που λέει πως ένα βράδυ αρνήθηκε να δεχτεί στο καμαρίνι του τον Μαξ Μέρτεν (1911-1971), τον ανώτατο εισαγγελέα της ναζιστικής Γερμανίας, ο οποίος ήθελε να τον συγχαρεί για την ερμηνεία του.
Ο Μέρτεν, γνωστός και ως Χασάπης ή Δήμιος της Θεσσαλονίκης, είχε εγκατασταθεί στη συμπρωτεύουσα και τη διετία 1942-44 ήταν ο κύριος υπεύθυνος για τη μεταφορά 45.000 Εβραίων στο Άουσβιτς, καθώς και για τη λεηλασία των περιουσιών τους.
Την πρώτη του εμφάνιση στη σκηνή την έκανε στον ρόλο του ιππότη στον Βασιλιά Ληρ. Στο Εθνικό Θέατρο παρέμεινε μέχρι το 1941. Συνολικά για 46 χρόνια, ερμήνευσε και έπαιξε στους μεγαλύτερους θιάσους της εποχής του.
Πρώτη του ταινία ήταν, το 1947, τα «Παιδιά της Αθήνας». Συνολικά έπαιξε σε 133 ταινίες, ανάμεσά τους «Ένας ιππότης για τη Βασούλα», «Η βίλα των οργίων», «Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται», «Φουσκοθαλασσιές», «Ο Κύριος Πτέραρχος» κ.τ.λ. Τελευταία ταινία του ήταν το «Ταξίδι στα Κύθηρα». Έπαιξε και στην τηλεόραση όπου ο ρόλος του κυρ-Γιώργη στο «Λούνα Παρκ» τον καθιέρωσε στη λαϊκή συνείδηση.
Πότε καλοκάγαθος και στοργικός πατέρας, πότε γεροντοπαλίκαρο, πότε στρυφνός και απόμακρος, όποιο ρόλο και αν έπαιξε, κατάφερνε να κλέβει την παράσταση ακόμη και αν κρατούσε τον δεύτερο ρόλο. Πάντα τον αγαπούσε το κοινό. Ενδεχομένως, η μόνη φορά που το κοινό έμεινε μουδιασμένο και αμήχανο από ρόλο του, ήταν στη «Λόλα» όπου έπαιξε με μοναδικό και πειστικό τρόπο τον αδίστακτο άνθρωπο της νύχτας, «Στέλιο».
Αυτή ήταν και η φορά που το κοινό υποκλίθηκε στο ανυπέρβλητο ταλέντο του που δεν περιοριζόταν μόνο στις κωμωδίες. Άλλο αν συνδέθηκε με το είδος αυτό, το οποίο υπηρέτησε πιστά γράφοντας ιστορία με χρυσά γράμματα.
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος αν και δεν χαρακτηρίστηκε ποτέ «ζεν πρεμιέ» του ελληνικού κινηματογράφου, είχε πάντα μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες. Όπως ανέφερε ο ανιψιός του μεγάλου κωμικού Τάκης Βλαστός στη «Μηχανή του Χρόνου», ο θείος του συνήθιζε να λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου για τις κατακτήσεις του: «την βλέπεις αυτή την καράφλα; Πόσες τρίχες λείπουν; Κάθε μια τρίχα είναι και μια ικανοποιημένη γυναίκα». Ωστόσο υπήρξε μια γυναίκα, την οποία δεν κατάφερε να κατακτήσει αν και ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της. Ήταν η Άννα Καλουτά, η ξανθιά γαλανομάτα ηθοποιός της επιθεώρησης. Ο λόγος που ο έρωτας του Παπαγιαννόπουλου έμεινε ανεκπλήρωτος ήταν ότι η όμορφη πρωταγωνίστρια διατηρούσε δεσμό με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα....
Πέθανε ολομόναχος, στο διαμέρισμά του στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στις 13 Απριλίου του 1984.
Πηγή:Wikipedia.gr-enimerotiko.gr-ratpack.gr-pagenews.gr-lifo.gr
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/52
© SanSimera.gr