Το 1964 είναι η χρονιά που o Πιέρ Πάολο Παζολίνι θα γυρίσει την αριστουργηματική του ταινία Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο

Θεωρήθηκε “βλάσφημη” για τους κινηματογραφικούς κύκλους και τους σινεφίλ γιατί απεικόνιζε τον Χριστό μακριά από τα πρότυπα, που τον ήθελαν ως έναν απλό, λαϊκό, άνθρωπο στον κόσμο των φτωχών και όχι ως μια εξιδανικευμένη μορφή, σηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων. Βέβαια, το γεγονός ότι ο Παζολίνι ήταν άθεος, μαρξιστής και αντιεξουσιαστής, τόσο πολιτικά όσο και ιδεολογικά, έδωσε έναν ακόμα λόγο γι’ αυτό.

Προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 4 Σεπτεμβρίου 1964 και έχει διάρκεια 137 λεπτά, ενώ είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου στην ιταλική γλώσσα. Έχοντας γράψει το σενάριο και με την ευθύνη της σκηνοθεσίας, ανέθεσε την μουσική επένδυση στον Λουίς Ενρίκε Μπακάλοφ, ο οποίος, πέρα από τις κλασσικές επιρροές που χρησιμοποίησε, συνέθεσε και ο ίδιος πρωτότυπη μουσική.

 

Ο ίδιος ο Παζολίνι έχει πει:

«Θέλησα να καταλάβω τα πάντα, θέλησα να δω μέσα από τα μάτια ενός πιστού μια πραγματικότητα θρησκευτικού τύπου. Στο "Ακατόνε" επρόκειτο για μια κατάδυση επική κι όχι ψυχολογική στον κόσμο που θα περιγραφόταν. Το ζητούμενο του Ευαγγελίου - δηλαδή, η υφολογική σύμφυρση ενός πνευματικού κι ενός απλού, ιδιωτικού κόσμου - είναι ίδιο με αυτό των μυθιστορημάτων μου. Μ’ αυτή την έννοια, το Ευαγγέλιο βρίσκεται πιο κοντά στα μυθιστορήματά μου...»

«Η μεγάλη δυσκολία του Ευαγγελίου ήταν ακριβώς να μην καταστραφεί η διήγηση του Ματθαίου, να κρατηθεί όρθια πάση θυσία. Αυτό, μεταξύ άλλων με υποχρέωσε να πραγματοποιήσω μια εξαιρετικά δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στη δική μου οπτική γωνία και σ’ αυτήν του πιστού - ανάμεσα δηλαδή σε δύο διηγήσεις. Νομίζω ότι στάθηκα συνεπής, όσο ήταν δυνατόν. Απ’ την άλλη, η ανατροπή που πραγματοποίησα, είναι φανερή: αναφέρεται σε μια ολόκληρη μικροαστική, αλλά και εμπορική, εικονογραφία. Έκανα το παν για να διαφυλάξω και ν’ αντλήσω την πραγματικότητα της διήγησης του Ματθαίου, κι αυτό, με πολεμική διάθεση: ενάντια στον φανατισμό ενός ορισμένου μαρξισμού κι ενός ορισμένου λαϊκισμού.»

 

«Το Ευαγγέλιο μου έβαζε το εξής πρόβλημα: δεν μπορούσα να το εξιστορήσω σαν ένα κλασικό αφήγημα, γιατί δεν είμαι πιστός, αλλά άθεος. Από την άλλη ήθελα  να διηγηθώ την ιστορία του Χριστού, Υιού του Θεού. Έπρεπε λοιπόν να διηγηθώ μια ιστορία στην οποία δεν πίστευα. Δεν μπορούσε λοιπόν να είμαι εγώ εκείνος που εξιστορεί. Έτσι χωρίς να το θέλω  οδηγήθηκα  στην ανατροπή, όλης μου της κινηματογραφικής τεχνικής και γεννήθηκε αυτό το μάγμα ύφους, που είναι χαρακτηριστικό του κινηματογράφου της ποίησης. Γιατί για να μπορέσω να εξιστορήσω το Ευαγγέλιο, έπρεπε να βυθιστώ στην ψυχή ενός που πιστεύει. Εδώ έγκειται ο έμμεσος ελεύθερος λόγος: απ' τη μια μεριά η αφήγηση βλέπεται με τα δικά μου μάτια και απ' την άλλη, με τα μάτια ενός πιστού και είναι αυτό που προκαλεί το συμφυρμό του ύφους, αυτό το μάγμα που προανέφερα...»

 

«Μου είπαν ότι έχω τρία είδωλα: τον Χριστό, τον Μαρξ και τον Φρόυντ. Αυτά είναι φόρμουλες. Το μόνο μου είδωλο είναι η πραγματικότητα...»

 

Για τα γυρίσματα της ταινίας, χρησιμοποίησε τεχνικές του νεορεαλισμού, και οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς στα γυρίσματα ήταν ερασιτέχνες, όπως ο πρωταγωνιστής Ενρίκε Ιραζοκούι, Ισπανός φοιτητής οικονομικών, ακτιβιστής και κομμουνιστής. Στην ίδια του την μητέρα Σουζάνα, δίνει τον ρόλο της μητέρας του Χριστού. Επισκέφτηκε τους Ιερούς Τόπους αλλά δεν βρήκε τις κατάλληλες τοποθεσίες για τα γυρίσματά του, κι έτσι επέστρεψε στην Νότια Ιταλία, στα χωριά Μπαρίλα, Μάτερα και Μασσάφρα όπου με την βοήθεια των κατοίκων ολοκλήρωσε τα γυρίσματα, σε ιδανικότερες κατά την γνώμη του εικόνες εποχής.

Η ταινία δέχθηκε κατά κύριο λόγο θετικές κριτικές, καθώς περιγράφει το ιστορικό πρόσωπο του Χριστού, και το ψυχολογικό προφίλ του.

Το 2010 η ταινία κατατάχθηκε στην δέκατη, και το 2011 στην έβδομη θέση, στην λίστα με τις εκατό πιο σημαντικές ταινίες, και το Βατικανό την συμπεριέλαβε στην λίστα με τις σαράντα πέντε εξ’ ίσου σημαντικές ταινίες.

Στο 25ο διεθνές Φεστιβαλ κινηματογράφου της Βενετίας, η ταινία κέρδισε το βραβείο OCIC και το ασημένιο λιοντάρι. Στην δε πρεμιέρα, ενώ είχαν συγκεντρωθεί για να τον μπουκοτάρουν, όταν τελείωσε η ταινία, δεχόταν τα συγχαρητήρια.

Αργότερα της απονομήθηκε το το πρώτο βραβείο στο διεθνές φεστιβάλ καθολικού κινηματογράφου.

 

 

Έτος: 1964 | Xώρα: Ιταλία | Διάρκεια: 137 λεπτά | Σκηνοθεσία: Pier Paolo Pasolini | Σενάριο: Pier Paolo Pasolini | Παίζουν: Enrique Irazoqui, Margherita Caruso, Susanna Pasolini

Κάντε εγγραφή και ενημερωθείτε πρώτοι για Κινηματογράφο και μουσική.