Αρχικά εργάσθηκε σαν βοηθός σκηνοθέτη, σε τρεις κατά σειρά ταινίες, "Το Παιδί μου Πρέπει να Ζήσει" (1951), "Νεκρή Πολιτεία" (1952) και "Το Ποντικάκι" (1954).
Δυο χρόνια μετά (1956), χρηματοδότησε ο ίδιος και σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία "Οι Άσσοι του Γηπέδου", που επαναπροβλήθηκε 41 χρόνια αργότερα, μόλις τρία πριν το θάνατό του, με τον τίτλο "Κυριακάτικοι Ήρωες" (1997).Ο Βασίλης Γεωργιάδης είναι, μαζί με τον Γιώργο Τζαβέλλα και τον Γρηγόρη Γρηγορίου, μια από τις πατριαρχικές μορφές του Ελληνικού Κινηματογράφου.Ο Β. Γεωργιάδης ήταν σημαντικός, γιατί ανανέωσε τον ελληνικό κινηματογράφο, σε μια εποχή - δεκαετία του '60 - που τίποτα δε δήλωνε ότι χρειαζόταν ανανέωση, τουλάχιστον από εμπορικής πλευράς. Αλλά σκηνοθέτες σαν τον Γεωργιάδη απέδειξαν πως, ίσως, να είναι ψευτοδίλημμα η «αντιπαράθεση» της εμπορικότητας με την ποιότητα. Απόδειξη γι' αυτό είναι οι ίδιες οι ταινίες του. Οι οποίες, όχι μόνο αποτελούν πεδία επιτυχημένων πειραματισμών, πρωτόγνωρων μέχρι τότε για τα ελληνικά δεδομένα - θεματολογικά και τεχνικά - αλλά έγιναν και εμπορικές επιτυχίες στον καιρό τους και εξακολουθούν να είναι δημοφιλείς, ενώ δύο από αυτές, «Τα κόκκινα φανάρια» και «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», προτάθηκαν για «Οσκαρ» καλύτερης ξένης ταινίας το 1963 και 1965, αντίστοιχα. Ενώ, το 1968, «Τα κορίτσια στον ήλιο» διεκδίκησαν τη «Χρυσή Σφαίρα» καλύτερης ξένης παραγωγής της Ενωσης Ξένων Ανταποκριτών του Χόλιγουντ και «Η κατάρα της μάνας » συμμετείχε στο Φεστιβάλ Βενετίας ( 1961). Ο Γεωργιάδης, όμως, πήρε και πολλά βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Οπωσδήποτε, δεν είναι τυχαίο που έχασε το «Οσκαρ» του '63, το οποίο απέσπασε το «8 1/2» του μεγάλου Φεντερίκο Φελίνι.
Γεννήθηκε στις 12 Αυγούστου 1921 στον Ελλήσποντο της Μικράς Ασίας. Κατέβηκε στην Αθήνα για δουλειά και ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνει είναι να μετατρέψει σε στέκι το κυλικείο του κινηματογράφου «Σταρ» στην Ομόνοια, παρακολουθώντας ό,τι ταινία παιζόταν εκεί. Εκεί άκουσε για μια κινηματογραφική σχολή που είχε μόλις ανοίξει στην Αθήνα (Ακαδημία Κινηματογραφικών Σπουδών), στην οποία κατευθύνθηκε τάχιστα για να γραφεί στο τμήμα σκηνοθεσίας.
Παρά το γεγονός ότι η σχολή έκλεισε την επόμενη χρονιά (1951), ο Βασίλης είχε ήδη λατρέψει τη σκηνοθεσία και το μοντάζ, παραμένοντας διαχρονικά λάτρης τους. Έχοντας ήδη ολοκληρώσει τη στρατιωτική του θητεία, ήταν πια ώρα να ασχοληθεί στα σοβαρά με τον κινηματογράφο.Δουλεύει ως βοηθός σκηνοθέτη με μερικούς από τους πιο διάσημους σκηνοθέτες και μελετώντας πολλές ξένες ταινίες, διαμορφώνει την προσωπική του τεχνική.«Ο Βασίλης Γεωργιάδης ο σπουδαίος αυτός έλληνας σκηνοθέτης, πέθανε στην ψάθα στης 30 Απριλίου 2000.