Τα φιλμ νουάρ, όρος που καθιερώθηκε από τον Γάλλο κριτικό κινηματογράφου Νίνο Φρανκ το 1946, άνθισαν τις δεκαετίες του ‘40 και ‘50, κυρίως από βορειοευρωπαίους σκηνοθέτες που εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ. Ασπρόμαυρες ταινίες, με ξεχωριστή γοητεία. Απέκτησαν τεράστια απήχηση στο κοινό, που διψούσε για κάτι που να ξεφεύγει από τους γνωστούς κώδικες του Χόλυγουντ, τα κλισέ, με τους “καλούς” και “κακούς”, την απλοϊκή αφήγηση, τα happy end.
Οι κατά βάση αστυνομικές ταινίες, με πρωταγωνιστές κυνικούς αντιήρωες, διάχυτο ερωτισμό, επικίνδυνες και μοιραίες γυναίκες, διαφθορά, άγρια πρόσωπα πίσω από αθώα προσωπεία, μυστήριο, ανατροπές, πολλά φλας μπακ, επιρροές από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, χαμηλό φωτισμό, βροχερό κλίμα, γκαμπαρντίνες και τα ρεβόλβερ πάντα γεμάτα έτοιμα να καπνίσουν.
Όπως ήταν αναμενόμενο αυτό το κινηματογραφικό είδος έφτασε κάποια στιγμή και στην Ελλάδα. Ωστόσο, λόγω της διαφορετικότητας των Ελλήνων, τα ντόπια φιλμ νουάρ ήταν ελάχιστα, αν και είχαμε κάποιες περιπτώσεις ταινιών που θα χαρακτηριζόντουσαν επηρεασμένες από το είδος αυτό. Και μόνο ότι οι ταινίες θεωρούνται σκοτεινές θα ήταν παράταιρο να ενταχθούν σε μια χώρα του ήλιου, της εξωστρέφειας και μιας απλής ζωής, που πολλές φορές το έγκλημα περιοριζόταν στη ζωοκλοπή – μην ξεχνιόμαστε μιλάμε για την Ελλάδα του ‘50 και ‘60.
Παρόλα αυτά, η αγάπη κάποιων κινηματογραφιστών μας για το φιλμ νουάρ, όπως ήταν ο Ντίνος Κατσουρίδης, ο Ντίνος Δημόπουλος, ο Νίκος Κούνδουρος, ο Ερρίκος Ανδρέου, αλλά και κάποια αστυνομικά μυθιστορήματα του πρωτοπόρου, για την εποχή του, Γιάννη Μαρή, συνέβαλαν στο γύρισμα ορισμένων καλών ταινιών, ενώ υπάρχουν και κάποιες παραγωγές που ξεπερνούν τα όρια της καρικατούρας και οι οποίες έχουν ξεχαστεί ακόμη και από τους συντελεστές τους.
Ας δούμε λοιπόν 7 Ελληνικά Φιλμ Νουάρ
Ο Δράκος
Μπορεί να είναι υπερεκτιμημένη η ταινία αυτή (1956), η δεύτερη, του Νίκου Κούνδουρου, αλλά δεν παύει να είναι μια ιδιαιτέρως καλή προσπάθεια, που μπορεί να συγκαταλέγεται στο ελληνικό φιλμ νουάρ.
Φανερά επηρεασμένη από το “Μ” του Φριτς Λανγκ, αλλά και από τον ιταλικό νεορεαλισμό, η ταινία έχει ως κεντρικό πρόσωπο έναν ασήμαντο και μοναχικό τραπεζικό υπάλληλο, ένα καθημερινό ανθρωπάκι, το οποίο όταν ανακαλύπτει ότι μοιάζει με έναν κακοποιό, που οι εφημερίδες αποκαλούν “Δράκο”, βρίσκει καταφύγιο σε ένα καταγώγιο και γίνεται ο ήρωας μιας συμμορίας που συχνάζει εκεί.
Καλή αναπαράσταση της εποχής, συγκροτημένο σενάριο από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, υπερβολικές οι φιγούρες του υποκόσμου, που πολλές φορές δεν συντονίζονται με τα λαϊκά μοτίβα του Μάνου Χατζιδάκι. Ωστόσο, η επιτυχία της ταινίας (ειδική μνεία στο Φεστιβάλ της Βενετίας και ειδικό βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) στηρίζεται κυρίως στον Ντίνο Ηλιόπουλο, που κάνει μία από τις ελάχιστες δραματικές εμφανίσεις του και δείχνει το βάθος του ταλέντου του.
Από κοντά και μια σειρά από σημαντικούς καρατερίστες όπως οι Γιάννης Αργύρης, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Θανάσης Βέγγος και Ανέστης Βλάχος.
Ο άνθρωπος του τραίνου
Αν και το ελληνικό καλοκαιράκι στην Επίδαυρο και το Ναύπλιο κυριαρχεί, το θέμα της ταινίας (1958) και η κινηματογράφηση του Ντίνου Δημόπουλου δίνουν έναν τόνο πολύ κοντά στο φιλμ νουάρ. Η Άννα Συνοδινού στη διαδρομή για το Ναύπλιο, όπου ταξιδεύει με τον άνδρα της και μια παρέα ευκατάστατων αστών, βλέπει σε διερχόμενο τρένο τον αγαπημένο της που νομίζει από χρόνια ότι είναι νεκρός.
Τι έχει συμβεί; Τι κρύβεται πίσω από την επανεμφάνισή του; Γκαμπαρντίνες, ύποπτες κινήσεις, σκιές που τρομάζουν την ηρωίδα και ένα μυστήριο που αν δεν λυθεί θα την οδηγήσει στην ψυχολογική κατάρρευση. Συμπαθέστατη προσπάθεια από τον Δημόπουλο, σε σενάριο του Γιάννη Μαρή και με τη φωτογραφία του Αριστείδη Καρύδη Φουκς.
Παίζουν ακόμη ο επιβλητικός Γιώργος Παππάς, ο γόης της εποχής Μιχάλης Νικολινάκος, η Ζορζ Σαρρή, ο Γιώργος Γαβριηλίδης και η νεαρά τότε Μάρω Κοντού.
Έγκλημα στο Κολωνάκι
Από τις πρώτες αστυνομικές ιστορίες μυστηρίου που γυρίστηκαν (1959) στη χώρα μας κι έχει το ενδιαφέρον της. Το σενάριο είναι του Γιάννη Μαρή, που είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό εκείνης της εποχής και η σκηνοθεσία του Τζανή Αλιφέρη, σαφώς επηρεασμένη από το φιλμ νουάρ, την οποία ανεβάζει και η φωτογραφία του Αριστείδη Καρύδη Φουκς. Η ιστορία αφορά τη δολοφονία ενός διάσημου ζωγράφου, με βασικό ύποπτο τον σύζυγο της ερωμένης του πρώτου.
Ο γιος του κατηγορούμενου θα αναλάβει να βρει στοιχεία για να αθωώσει τον πατέρα του. Εδώ ο αστυνόμος Μπέκας έχει δεύτερο ρόλο. Το πολυπρόσωπο και αξιόλογο καστ συμβάλει στην επιτυχία της ταινίας. Παίζουν: Ανδρέας Μπάρκουλης, Χρήστος Τσαγανέας, Ελένη Χατζηαργύρη, Γκέλυ Μαυροπούλου, Στέφανος Στρατηγός, Γιάννης Μπέρτος, Νάσος Κεδράκας, Μιχάλης Νικολινάκος, Μάρω Κοντού κα.
Έγκλημα στα παρασκήνια
Ίσως το καλύτερο ελληνικό φιλμ νουάρ, που γύρισε ο το 1960 ο Ντίνος Κατσουρίδης (“Τι έκανες στον Πόλεμο Θανάση;”, “Της Κακομοίρας”), αυτός ο πολύτιμος εμπνευσμένος εργάτης του ελληνικού σινεμά, το οποίο υπηρέτησε από πολύ μικρή ηλικία ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος, διευθυντής φωτογραφίας και μοντέρ.
Νυχτερινά εξωτερικά πλάνα, σκιές, υγροί δρόμοι, περίτεχνοι φωτισμοί και κυρίως δουλεμένοι χαρακτήρες, πολλές φορές αινιγματικοί, όπως επιτάσσει το είδος. Το σενάριο του Γιάννη Μαρή, που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του ίδιου, προσεγμένο, χωρίς υπερβολές κρατά το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος, ενώ γίνονται αναφορές και στην κατοχή. Στη φωτογραφία και πάλι ο Αριστείδης Καρύδης Φουκς, ενώ στη μουσική ο Μίμης Πλέσσας.
Το στόρι συνοπτικά: Μια ηθοποιός βρίσκεται νεκρή στα καμαρίνια ενός θεάτρου κι ο αστυνόμος Μπέκας μαζί με ένα φίλο του αρχισυντάκτη εφημερίδας αναλαμβάνουν να εξιχνιάσουν την υπόθεση. Πρωταγωνιστούν ο ζεν πρεμιέ και ενθουσιώδης Αλέκος Αλεξανδράκης στο ρόλο του δημοσιογράφου και ο στιβαρός Τίτος Βανδής στο ρόλο του Μπέκα.
Παίζουν ακόμη οι Χρήστος Τσαγανέας, Αλίκη Γεωργούλη, Μάρω Κοντού και Ζωρζ Σαρρή, η οποία κέρδισε δικαίως και το βραβείο β’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η ταινία πήρε μέρος και στο Φεστιβάλ των Κανών.
Εφιάλτης
Από τα ελάχιστα ψυχολογικά θρίλερ της ελληνικής παραγωγής, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Ερρίκου Ανδρέου. Βρισκόμαστε στο 1961 και ο “πρωτάρης” Ανδρέου καταφέρνει να δώσει ένα γνήσιο πρωτοποριακό, για την εποχή του, ελληνικό θρίλερ, με στοιχεία από το φιλμ νουάρ, σαφώς επηρεασμένος από το “Ψυχώ” του Χίτσκοκ.
Το ψαλίδι, ως φαλλικό σύμβολο εκδίκησης, είναι το όργανο των φόνων, το κόκκινο γαρύφαλλο συμβολίζει την ανάγκη για έρωτα, ενώ η επιστήμη της ψυχολογίας εισβάλει για πρώτη φορά στην ελληνική κοινωνία μέσω μίας ταινίας. Το στόρι έχει ως ηρωίδα την Άννα που φεύγει από το σπίτι της μετά το θάνατο του πατέρα της, δυσαρεστημένη από το μοίρασμα της κληρονομιάς, δέχεται ένα απειλητικό τηλεφώνημα και ζητά τη βοήθεια ενός φίλου της.
Η φωτογραφία και πάλι του Καρύδη Φουκς, η υποβλητική μουσική του Μίμη Πλέσσα, ενώ η Βούλα Χαριλάου στον πρωταγωνιστικό ρόλο θεωρείται αποκάλυψη. Παίζουν ακόμη οι Μιχάλης Νικολινάκος, Αθηνά Μιχαηλίδου, Θανάσης Μυλωνάς, Σταύρος Ξενίδης, Δημήτρης Νικολαΐδης, Κατερίνα Γώγου κα.
Λόλα
Καλογυρισμένη δραματική περιπέτεια του 1964, με αρκετά στοιχεία από το φιλμ νουάρ, από τον Ντίνο Δημόπουλο, έναν σημαντικό σκηνοθέτη, που μας χάρισε από τη μια μερικές από τις καλύτερες ταινίες του ελληνικού σινεμά, με πρώτη το κλασικό δράμα “Το Αμαξάκι” και πολλά συμπαθητικά φιλμ, από κωμωδίες (“Δεσποινίς Διευθυντής”) και δράματα μέχρι ντοκιμαντέρ.
Βεβαίως είχε και τις άτυχες στιγμές του “Η Κόρη του Ήλιου“, θύμα κι αυτός της πτώσης του παλαιού εμπορικού σινεμά και πολλών ανοησιών που γύρισε η Φίνος Φιλμ – ειδικά εκεί κοντά στο ‘70 – και ο Καραγιάννης. Εδώ, ο Δημόπουλος έχοντας ένα προσεγμένο σενάριο από τον Ηλία Λυμπερόπουλο, τοποθετεί το στόρι του στον κόσμο της τρούμπας, των καμπαρέ, της μαγκιάς και του εγκλήματος. Ο ήρωάς του βγαίνει από τη φυλακή, θέλοντας να καθαρίσει τους λογαριασμούς του με τον υπόκοσμο και να πάρει πίσω τον έρωτά του, που δουλεύει σε ένα καμπαρέ.
Ο Δημόπουλος δίνει την ατμόσφαιρα της εποχής και της τρούμπας (η εξαίρετη δουλειά στη φωτογραφία είναι του Νίκου Καβουκίδη), με τα υποφωτισμένα πλάνα, το παρακμιακό κλίμα να κυριαρχεί, ενώ κορυφώνει ταυτόχρονα μεθοδικά την ένταση. Μπορεί η ταινία να έχει μείνει για την ατάκα του “Μαύρου”- Σπύρου Καλογήρου “είναι πολλά τα λεφτά Άρη”, αλλά η μουσική και τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου, που ερμηνεύουν η Βίκυ Μοσχολιού και το δίδυμο Πάνος Γαβαλάς και Ρία Κούρτη και το δέσιμό τους με το στόρι είναι εξαίσια.
Πρωταγωνιστούν με επάρκεια Νίκος Κούρκουλος και Τζένη Καρέζη, ενώ σε χαρακτηριστικούς ρόλους οι Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Παντελής Ζερβός, Λαυρέντης Διανέλλος, Σπύρος Καλογήρου και ο Νίκος Φέρμας στο ρόλο του μάγκα ιδιοκτήτη νυχτομάγαζου της τρούμπας να βάζει την πιο ξεχωριστή πινελιά στην ταινία.
Οι αδίστακτοι
Σκληρή ταινία του 1965, απ’ τις καλύτερες του είδους, που η αξία της οφείλεται και πάλι στον σκηνοθέτη της Ντίνο Κατσουρίδη. “Αυστηρώς Ακατάλληλη” για την εποχή της, καθώς το θέμα της είχε όλα τα στοιχεία που μπορούσαν να θεωρηθούν ιδιαιτέρως προκλητικά και ανήθικα για την ελληνική κοινωνία. Αδίστακτοι κακοποιοί, που εκμεταλλεύονται ανθρώπινα δράματα, μίσος, εκδίκηση, πορνεία, αλκοολισμός αλλά και πολλές δόσεις μελοδράματος και ηθικοπλαστικών μηνυμάτων, καθώς το σενάριο το υπογράφει ο Νίκος Φώσκολος.
Ωστόσο, ο Κατσουρίδης καταφέρνει να μετριάσει τις υπερβολές και τα φωσκολικά μηνύματα, με την ένταση, τον ρυθμό και την εξπρεσιονιστική φωτογραφία του. Με τον Νίκο Κούρκουλο στον πρωταγωνιστικό ρόλο ενός κακοποιού, που βγαίνει από τη φυλακή, επιστρέφει στα παλιά του λημέρια και στην παρέα κακοποιών, με την οποία έκανε “δουλειές” και ταυτόχρονα αναζητεί τη χαμένη μητέρα του. Παίζουν ακόμη: Μαίρη Χρονοπούλου, Γιώργος Μούτσιος, Βούλα Χαριλάου και η Δέσπω Διαμαντίδου, στο ρόλο της ξεπεσμένης πόρνης.
Φιλμ νουάρ του νεότερου ελληνικού κινηματογράφου
Φυσικά φιλμ νουάρ είχαμε και στο λεγόμενο νέο ελληνικό κινηματογράφο, αν και τις περισσότερες φορές θα τις χαρακτηρίζαμε νέο-νουάρ, καθώς πολλοί απ’ τη νεότερη γενιά κινηματογραφιστών είχαν έντονες επιρροές – πολλοί έκαναν λόγο για μίμηση – από τον ξένο σινεμά της εποχής τους.
Κάποιες είχαν ενδιαφέρον και ανέδειξαν το ταλέντο του δημιουργού τους, άλλες ήταν στα όρια της καρικατούρας. Μερικές απ’ τις αξιόλογες ταινίες του είδους ήταν: “Επικίνδυνο παιχνίδι” του Γιώργου Καρυπίδη (1982), “Η Νύχτα με τη Σιλένα” του Δημήτρη Παναγιωτάτου (1986), “Singapore Sling: Ο άνθρωπος που αγάπησε ένα πτώμα” του Νίκου Νικολαΐδη (1990), “Κλειστή στροφή” του Νίκου Γραμματικού (1991), “Μαχαιροβγάλτης” του Γιάννη Οικονομίδη (2010).