Άφησαν πίσω τους μοναδικά ιστορικά, φωτογραφικά και κινηματογραφικά ντοκουμέντα των αρχών του 20ού αιώνα στα Βαλκάνια. Πρωτοπόρος κινηματογραφιστής και φωτογράφος στον χώρο των Βαλκανίων, ο Μίλτος Μανάκης γεννήθηκε το 1882 στην Αβδέλα Γρεβενών. Με τον φακό του κατέγραψε πολύ σημαντικές στιγμές στην περίοδο των έντονων κοινωνικοπολιτικών αλλαγών στα Βαλκάνια. Μαζί με τον αδελφό του Γιαννάκη, ασχολήθηκαν και προώθησαν τη νέα Τέχνη του Κινηματογράφου ανοίγοντας το δρόμο στους μεγάλους δημιουργούς των επόμενων δεκαετιών και αφήνοντας πίσω τους μοναδικά ιστορικά, φωτογραφικά και κινηματογραφικά ντοκουμέντα των αρχών του 20ού αιώνα στα Βαλκάνια.
Το πρώτο βήμα για τους αδελφούς Μανάκη, έγινε το 1898 στα Ιωάννινα, όπου άνοιξαν φωτογραφείο, αλλά μετά από διώξεις που υπέστησαν από τις Οθωμανικές Αρχές μετέφεραν το ατελιέ τους στο Μοναστήρι (Μπίτολα, πόλη της νοτιοδυτικής ΠΓΔΜ). Η αγορά της πρώτης κινηματογραφικής μηχανής. Η πρώτη μεγάλη πόλη που επισκέφθηκαν ήταν η Κωνσταντινούπολη, το καλοκαίρι του 1905. Την ίδια χρονιά πήγαν στη Ρουμανία, στο Βουκουρέστι. Εκεί τους δόθηκε η ευκαιρία να παρευρεθούν στο γύρισμα μιας ταινίας και, με αυτό τον τρόπο, να μαγευτούν από τον κινηματογράφο.
Υφάντρες: Η πρώτη κινηματογραφική ταινία. Τα αδέλφια Μανάκη γύρισαν το 1905, στο χωριό τους, την πρώτη κινηματογραφική ταινία στα Βαλκάνια τις περίφημες «Υφάντρες». Πρωταγωνίστρια της πρώτης και σύντομης σε διάρκεια ταινίας τους ήταν η γιαγιά τους κυρά-Λουκία Μανάκη, ετών 117, που έγνεθε μαλλί και ύφαινε στον αργαλειό.
Το δεύτερο σε σειρά ντοκιμαντέρ τους «Το υπαίθριο σχολείο στην Πίνδο» ξεκινάει με ένα είδος λιτανείας όπου σε μια πλαγιά βαδίζουν κληρικοί και λαϊκοί μαζί με παιδιά που μεταφέρουν μια θρησκευτική εικόνα. Στα επόμενα πλάνα απαθανατίζεται το υπαίθριο ελληνικό σχολείο της Αβδέλλας εν ώρα μαθήματος. Το υλικό αυτό αποτελεί μοναδικό τεκμήριο για την Ελληνορθόδοξη εκπαίδευση στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και συμπληρώνει το πλούσιο σχετικό φωτογραφικό υλικό.
Δύο άλλα κλασικά ντοκιμαντέρ των αδερφών Μανάκη με πλούσιο υλικό από την οικονομική και κοινωνική ζωή στην Μακεδονία τα χρόνια της Οθωμανοκρατίας είναι ο «Βλάχικος γάμος» και η «Εμποροπανήγυρις». Ήταν εύκολο να φωτογραφίζουν και να κινηματογραφούν ακόμη και στις περιοχές όπου υπήρχαν αντάρτες (Νεότουρκοι) επειδή είχαν πολύ καλές σχέσεις με την αυλή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, κατά συνέπεια, ανάλογα χαρτιά και φιρμάνια.Επιχείρηση κινηματογράφος «Μανάκια»
Μετά την λήξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, οι αδελφοί Μανάκη επαναδραστηριοποιήθηκαν στο Μοναστήρι αποφασίζοντας να δημιουργήσουν την δική τους κινηματογραφική αίθουσα. Στις 7 Ιουλίου 1921 πήραν την άδεια και νοίκιασαν μια γεννήτρια από τον βλάχο Χρήστο Κίργιο ή Κυρατζή, ο οποίος είχε τυπογραφείο, για να μπορέσουν να λειτουργήσουν τον κινηματογράφο τους. Υπέγραψαν τη συμφωνία στις 9 Αυγούστου 1921 και δανείστηκαν μια μηχανή προβολής από τον Κώστα Τσιόμο, βλάχος και αυτός, που ήταν ένας από τους κυριότερους διανομείς ταινιών στη Μακεδονία.
Ένα χρόνο αργότερα, το φθινόπωρο του 1922, απέκτησαν τη δική τους αίθουσα που την έκτισαν σε ένα οικόπεδο που είχαν αγοράσει από τον Θεσσαλονικιό Λουκά Βρέττα. Αγόρασαν δικά τους μηχανήματα, συνεταιρίστηκαν με άλλους συμπατριώτες τους, όμως επειδή οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά, το 1927 αποχώρησαν από την επιχείρηση οι άλλοι και έμεινε μόνο σε αυτούς ο κινηματογράφος «Μανάκια». Με αυτό τον τρόπο θεμελίωσαν την επιχείρησή τους. Δυστυχώς, η αίθουσά τους καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά, το 1939.
Τα τελευταία χρόνια
Ο Μίλτος Μανάκης έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Γιουγκοσλαβία, εργαζόμενος ως φωτογράφος και κινηματογραφιστής. Ευτύχησε μάλιστα να δει το πρόσωπό του σε γραμματόσημο που εκδόθηκε προς τιμήν του.
Κατά την διάρκεια των δημιουργικών τους χρόνων οι αδελφοί Μανάκια έφτιαξαν ένα αρχείο με περισσότερες από 12.000 φωτογραφίες και 67 ταινίες μικρής διάρκειας συνολικού μήκους 1.500 μέτρων. Το αρχείο αυτό πουλήθηκε σε δύο δόσεις – και μετά από πολλές περιπέτειες – στο «Αρχείο της Μακεδονίας», ένα ίδρυμα της Δημοκρατίας των Σκοπίων και στη συνέχεια πέρασαν στην ιδιοκτησία του Ιστορικού Αρχείου της Μπίτολα. Οι ανεκτίμητες αυτές καταγραφές μιας εποχής και κάποιων συνθηκών, που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, είχαν μείνει εν πολλοίς άγνωστες στην Ελλάδα μέχρι σχετικά πρόσφατα.